- τερμία
- τερμίᾱ , τέρμιοςat the endfem nom/voc/acc dualτερμίᾱ , τέρμιοςat the endfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερμίαν — τερμίᾱν , τέρμιος at the end fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τέρμιος — ία, ον, Α [τέρμα] (ποιητ. τ.) 1. ύστατος, έσχατος («τερμία ἁμέρα» η ημέρα τού θανάτου, Σοφ.) 2. φρ. «χώρα τερμία» η χώρα στην οποία είναι προορισμένο από τη Μοίρα να πεθάνει κανείς (Σοφ.) … Dictionary of Greek